καταρθεία

καταρθεία
καταρθεία και καταρθία, ἡ (Α)
βλ. καταρτία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταρτία — καταρτία, ἡ (AM, Α και καταρτεία και καταρθία και καταρθεία) μσν. κατάρτι, δοκάρι αρχ. εξαρτία*, εξοπλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. κατ άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» < κατ(α) * + ἄρτιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”